ἀντίθυρος, -ον (Α)1. εκείνος που βρίσκεται απέναντι στην πόρτα2. το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθυρονπροθάλαμος, πρόδομος3. η πλευρά του δωματίου απέναντι στη θύρα.