ἀνουτητί

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ῑ], Adv

   A without inflicting a wound, οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371.    II without receiving a wound, Q.S.3.445.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans blessure.
Étymologie: ἀνούτατος.

English (Autenrieth)

without inflicting a wound, Il. 22.371†. See οὐτάω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ]
adv.
1 sin producir herida οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371.
2 sin recibir herida οὐκ ἄν ἀνουτητί γε τεοῦ φύγεν ἔγχεος ὁρμήν Q.S.3.445.

Greek Monolingual

επίρρ. (Α) ουτώ
1. χωρίς να καταφέρει χτύπημα, να τραυματίσει
2. χωρίς να δεχθεί χτύπημα, να τραυματιστεί.