αντιπαροχή

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η ανταπόδοση παροχής, η αμοιβαία παροχή
2. «σύμβαση ανοικοδόμησης επί αντιπαροχή» — η σύμβαση που συνάπτεται ανάμεσα σε ιδιοκτήτη ακινήτου και εργολήπτη οικοδομικών εργασιών. Με αυτήν ο δεύτερος αναλαμβάνει την οικοδόμηση στη θέση του ακινήτου πολυώροφου οικοδομήματος, μέρος του οποίου παραμένει ως αντιπαροχή στον ιδιοκτήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιπαρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].