ἀντεκπλήσσω

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A frighten in return, Ael. NA12.15, Aristid.1.130J.

German (Pape)

[Seite 245] (s. πλήσσω), dagegen erschrecken, Aristid.; Ael. H. A 12, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκπλήσσω: μέλλ. -ξω, κάμνω καὶ ἐγὼ νὰ τρομάξῃ ἐκεῖνον ὅστις μὲ τρομάζει, βάτραχος ὕδρον... δέδοικεν ἰσχυρῶς· οὐκοῦν τῇ βοῇ... πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν Αἰλ. π. Ζ. 12. 15.

French (Bailly abrégé)

épouvanter de son côté.
Étymologie: ἀντί, ἐκπλήσσω.

Spanish (DGE)

aterrorizar, asustar αὐτόν Ael.NA 12.15, τὸν βάρβαρον Aristid.1.130.

Greek Monolingual

ἀντεκπλήσσω (Α)
κάνω να τρομάξει κάποιος που με τρομάζει.