ἀντιστατικός

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a counter-plea (cf. ἀντίστασις 111), Hermog.Stat.5,10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστατικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἀντίστασιν διατεθειμένος, Ἑρμογ.: Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ. - οὕτως ἀντίστατος, ον, Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1opuesto, hostil φύσεις τῶν δαιμόνων Meth.Porph.1.5.
2 equilibrado ἀντίθεσις Hermog.Stat.42, 63.
II adv. -ῶς en oposición Gr.Nyss.M.44.645D.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α ἀντιστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που περιορίζει τον σχηματισμό στατικού ηλεκτρισμού
αρχ.
ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος ν' αντισταθεί.