ἀντιστατικός

English (LSJ)

ἀντιστατική, ἀντιστατικόν, of or for a counter-plea (cf. ἀντίστασις III), Hermog.Stat.5,10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1opuesto, hostil φύσεις τῶν δαιμόνων Meth.Porph.1.5.
2 equilibrado ἀντίθεσις Hermog.Stat.42, 63.
II adv. ἀντιστατικῶς = en oposición Gr.Nyss.M.44.645D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστατικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἀντίστασιν διατεθειμένος, Ἑρμογ.: Ἐπίρρ. -κῶς Γρηγ. Νύσσ. - οὕτως ἀντίστατος, ον, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α ἀντιστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που περιορίζει τον σχηματισμό στατικού ηλεκτρισμού
αρχ.
ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος ν' αντισταθεί.

German (Pape)

Widerstand leistend; bei Rhett. zum Gegenüberstellen, zur Vergleichung gehörig.