αξίζω
Greek Monolingual
άξιος
Ι. 1. έχω χρηματική αξία, στοιχίζω, κοστίζω
2. (για πράγματα ή πνευματικές δημιουργίες) είμαι καλός στο είδος μου, συγκεντρώνω πλεονεκτήματα
3. (για πρόσωπα) α) είμαι ηθικά και πνευματικά ανώτερος, συγκεντρώνω αρετές
β) είμαι ικανός, έχω αναγνωρισμένα προσόντα
4. φρ. α) «αξίζω κάτι καλύτερο» — μου πρέπει, μου αρμόζει κάτι καλύτερο
β) «αξίζεις πολλά για μένα» — μου είσαι εξαιρετικά προσφιλής, παίζεις σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, μου προσφέρεις πολλά
II. απρόσ. αξίζει
1. φρ. α) «σου αξίζει αυτή η θέση» — σου πρέπει, ανταποκρίνεται στην αξία σου ή στην προσφορά σου
β) «σου άξιζε αυτό που έπαθες» — δίκαια το έπαθες
γ) «αξίζει τον κόπο» — είναι αξιόλογο, σημαντικό ή συμφέρει.