ἀποκείρω (AM) κείρω1. κουρεύω2. εκκλ. κουρεύω δόκιμο μοναχό κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματοςαρχ.1. κόβω τελείως, κατακόπτω2. καταστρέφω, τσακίζω.