ἀποκλάω

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A break off, τὸ κέρας Str.10.2.19: aor. 2 part. ἀποκλάς Anacr.17:—Med., AP7.506 (Leon.):—Pass., σὺν ἱστίῳ . . ἄρμεν' ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.    2 dress vines, Ar.Fr.109 (unless from ἀπ-οκλάζω (B), q. v.).    3 dub. sens. in Hp.Off.14 (s.v.l.).
ἀποκλάω [ᾱ], v. sub ἀποκλαίω.

German (Pape)

[Seite 307] att. Form für ἀποκλαίω. (s. κλάω), abbrechen, Sp.; dav. ἀποκλάς für ἀποκλάσας Anacr. frg. 16 bei Ath. XI, 472 e, was Andere für subst. = ἀπόκλασμα nehmen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκλάω: μέλλ. -άσω, ἀποθραύω, σπάνω τι ἀπό τινος, τὸ κέρας Στράβ. 458· ― μετοχ. ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀποκλὰς Ἀνακρ. Ἀποσπ. 16: ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 506: ― Παθ., σὺν ἱστίῳ ἄρμενα... ἀποκλασθέντα Θεόκρ. 22. 14. 2) κλαδεύω ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
briser.
Étymologie: ἀπό, κλάω².
2att. c. ἀποκλαίω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. ἀποκλάς Anacr.93.1]
1 quebrar, partir, romper ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάς Anacr.l.c., τὸ κέρας Str.10.2.19, κλάδου ... ἀποκλωμένου Posidon.241, ἄκρα κορύμβου Nonn.D.12.343, ἥμισυ δὲ πρίστις ἀπεκλάσατο AP 7.506 (Leon.)
en v. pas. χηνίσκον ἀποκεκλασμένον ID 366A.52 (III a.C.), cf. IG 11(2).161B.19 (Delos III a.C.), σὺν ἰστίῳ ἄρμενα πάντα ... ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.
2 en v. med. curvarse (sc. σκέλος) ἀποκλᾶται Hp.Off.14.
v. ἀποκλαίω.

Greek Monolingual

(I)
ἀποκλάω αττ. (Α)
βλ. αποκλαίω.———————— (II)
ἀποκλάω (Α)
σπάω, τσακίζω.