ἀπότμημα

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything cut off, piece, Hp.Art.38, Gp.1.14.12.

German (Pape)

[Seite 331] τό, der Abschnitt, Ausschnitt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότμημα: τό, τὸ τμηθέν, κοπὲν ἀπό τινος, τεμάχιον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. Ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀποτμηματίζω, χωρίζω, διαιρῶ εἰς τμήματα, εἰς δύο ἀποτμηματίσας τὴν στρατιὰν Νικήτ. Χρον. 125D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): dór. ἀπότμαμα Archim.Con.Sph.p.158, Fluit.2.2
1 trozo, pedazo πλεύμονος προβάτου Hp.Art.38, ἵππου ποταμίου τῆς δορᾶς ἀ. Gp.1.14.12, εἰς ἀποτμήματα del Mar Rojo dividido en dos partes Aq.Ps.135.13.
2 geom. segmento τοῦ κύκλου Euc.12.2, cf. 10, 11, 12, κώνου Archim.l.c., cf. Fluit.2.2, Eratosth.12 (p.116), Zenodorus Mathematicus en Theo Al.in Ptol.p.362.7, Eutoc.in Sph.Cyl.p.28.

Greek Monolingual

ἀπότμημα, το (Α) αποτέμνω
κομμάτι, τεμάχιο.