αποτέμνω

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποτέμνω)
κόβω, αποκόπτω, αποχωρίζω
αρχ.-μσν.
(-ομαι) ευνουχίζομαι
αρχ.
Ι. 1. (με γεωγρ. σημασία) χωρίζω, διαιρώ
2. (για συζήτηση) απομονώνω, θέτω χωριστά
II. (-ομαι)
1. αποχωρίζω κάτι από την κοινή χρήση, αφιερώνω, καθιερώνω
2. αποχωρίζω για δική μου χρήση, αποσπώ
3. φρ. «ἀποτέμνω βαλάντια» — κλέβω πορτοφόλια, είμαι πορτοφολάς.