αποστράγγιση

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το να στραγγίζει κανείς κάτι εντελώς, να του αφαιρεί τα υγρά
2. η αποξήρανση ελώδους τόπου με αποχέτευση των υδάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποστραγγίζω. Η λ. μαρτυρείται με τη σημασία 2. από το 1879 στον Παναγ. Γεννάδιο, ως απόδοση του γαλλ. drainage].