Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
(ΑΜ ἀποστραγγίζω)εξουδετερώνω, εξουθενώνωνεοελλ.στραγγίζω κάτι εντελώς.