άποψη

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἄποψις) όψις
θέα από κάποια απόσταση
νεοελλ.
ο τρόπος κατά τον οποίο εξετάζει κανείς τα πράγματα, αντίληψη, εκδοχή
αρχ.
1. ψηλό μέρος ή πύργος από όπου βλέπει κανείς σε μεγάλη απόσταση ή από όπου έχει ωραία θέα
2. το μέρος προς το οποίο βλέπει κανείς.