αποτυφλώνω
Greek Monolingual
(AM ἀποτυφλῶ, -όω, Μ κ. -τυφλώνω)
1. καθιστώ κάποιον τελείως τυφλό, αποστραβώνω
2. μτφ. αποτρελαίνω κάποιον, τον κάνω να μη μπορεί να σκέπτεται λογικά
3. (-ομαι) αισθάνομαι ενόχληση, θάμπωμα στα μάτια μου, θαμπώνομαι
αρχ.
1. κόβω τον οφθαλμό (μάτι) ενός φυτού
2. (για πηγή) φράζω.