Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
το1. μέρος απάνεμο στην ακτή, μικρό λιμάνι2. καταφυγή, καταφύγιο, άσυλο3. πέτρα που χρησιμεύει για να στερεώνονται τα παραγάδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αράζω (άραξα), αναλογικά με το μτγν. ουσ. αγκυροβόλιον, -όλι].