(-έως), οτο νεογνό της αρκούδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + (πατρωνυμικό επίθημα) -ιδεύς, το οποίο δηλώνει κυρίως τα νεογνά ζώων (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, χηνιδεύς κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].