αργυρομιγής
Greek Monolingual
ἀργυρομιγής (-οῡς), -ές (Α)
ανάμικτος με άργυρο («ἀργυρομιγής γῆ» — χώμα που περιέχει άργυρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -μιγής < μείγνυμι].
ἀργυρομιγής (-οῡς), -ές (Α)
ανάμικτος με άργυρο («ἀργυρομιγής γῆ» — χώμα που περιέχει άργυρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -μιγής < μείγνυμι].