η (AM ἁρμογή)1. το σημείο όπου εφαρμόζουν δύο πράγματα2. η σύνδεση των οστών, η άρθρωσηαρχ.1. η σύμφυση δύο οστών (χωρίς άρθρωση)2. μουσ. η αρμονία3. «κώλων ἁρμογή» — η σύνδεση των προτάσεων.