ἀριήκοος, -ον (Α)1. ονομαστός, ξακουστός2. αυτός που ακούει από μακριά, που ακούει χωρίς δυσκολία, ο ευήκοος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + ακούω (με έκταση του αρχικού φωνήεντος στη σύνθεση)].