αρμοστής
Greek Monolingual
ο (Α ἁρμοστής) αρμόζω
ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε κατεχόμενη ή εξαρτημένη χώρα
αρχ.
1. τίτλος Σπαρτιατών αρχόντων
2. έπαρχος
3. μνηστήρας.
ο (Α ἁρμοστής) αρμόζω
ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε κατεχόμενη ή εξαρτημένη χώρα
αρχ.
1. τίτλος Σπαρτιατών αρχόντων
2. έπαρχος
3. μνηστήρας.