μνηστήρας
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ)
1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.)
2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι
νεοελλ.
αυτός που προβάλλει αξίωση για κάτι, διεκδικητής πράγματος, θέσης ή τίτλου («οι μνηστήρες του θρόνου»)
αρχ.
1. αυτός που ανακαλεί στη μνήμη του
2. επίδοξος γαμπρός («οἱ μνηστῆρες τῆς Πηνελόπης»)
3. ως κύριο όν. ὁ Μναστήρ
ονομασία μήνα στη Μεσσήνη
4. (ως επιθ.) προσεκτικός, επιμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. ἔμνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τήρ].