αρραβωνίζω
Greek Monolingual
(Μ ἀρραβωνίζω, Α -ομαι) αρραβών
1. αρραβωνιάζω
2. παροιμ. «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρραβωνίζει» — γι' αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επηρεάζονται από δυσκολίες)
αρχ.-μσν.
αρραβωνίζομαι
1. εγγυώμαι, αποδέχομαι
2. αρραβωνιάζομαι («ἀρραβωνίζεται ὁ δοῡλος τοῡ Θεοῡ... τὴν δούλην τοῡ Θεοῡ...»).