αρραβωνίζω

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

ἀρραβωνίζω, Α -ομαι) αρραβών
1. αρραβωνιάζω
2. παροιμ. «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρραβωνίζει» — γι' αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επηρεάζονται από δυσκολίες)
αρχ.-μσν.
αρραβωνίζομαι
1. εγγυώμαι, αποδέχομαι
2. αρραβωνιάζομαι («ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... τὴν δούλην τοῦ Θεοῦ...»).