αρρενοπίπης

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀρρενοπίπης, ο (Μ)
αυτός που κοιτάζει λάγνα τα αγόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + οπιπή > οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. γυναικοπίπης, παρθενοπίπης)].