αρχαιρεσία

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀρχαιρεσία, η και ἀρχαιρέσια, τα)
συνήθ. στον πληθ.
1. η εκλογή αρχόντων
2. η συνέλευση για εκλογή αρχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ- + αίρεσις.
ΠΑΡ. αρχ. αρχαιρεσιάζω].