αρχαιρεσιάζω
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
Greek Monolingual
ἀρχαιρεσιάζω (Α) αρχαιρεσία
1. κάνω αρχαιρεσίες, συγκαλώ συνέλευση για εκλογή αρχόντων
2. επιδιώκω κάποια αρχή ή αξίωμα.