ασκίδιον: τό, = τῷ ἑπομ., ἐν ἀσκιδίῳ φέρων πιεῖν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 307· μύρων Βαβυλωνίων ἔχοντες ἀσκίδια Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 692C.
ἀσκίδιον και ἀσκίον, το (Α) ασκόςο μικρός ασκός.