ἀρχίδιον

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A ἀρχή 11.3, petty office, Ar.Av.1111; ὑπηρετεῖν τοῖς ἀ. serve the petty magistrates, D.18.261.    II Dim. of ἀρχή 1, ἐξ ἀρχιδίου dub. in Philol.21 (ἐξ ἀρχᾶς ἀιδίω Rose).

German (Pape)

[Seite 366] τό, dim. von ἀρχή, Aemtchen. Ar. Av. 1111; niederer Beamter, Dem. 18, 261.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ (ΙΙ. 3), μικρόν, ἀνάξιον λόγου ὑπούργημα. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1107· ὑπογραμματεύων καὶ ὑπηρετῶν ἀρχιδίοις Δημ. 314. 7. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ Ι, Φιλόλ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5235. - ἐξ ἀρχιδίων = ἀπ’ ἀρχῆς, ἀνέκαθεν, Ἐπιγραφ. Δήλου (μέσα τοῦ Β΄ αἰῶνος π.Χ.) BCH. III. 292, στ. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
charge subalterne.
Étymologie: dim. de ἀρχή.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 principio ἐξ ἀρχιδίου Philol.B 21.
2 irón. carguito κἂν λαχόντες ἀ. εἶθ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι Ar.Au.1111, personif. ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχίδιοις D.18.261.

Greek Monolingual

ἀρχίδιον, το (Α) αρχή
μικρό, ανάξιο λόγου δημόσιο λειτούργημα.