αρχοντιά
Greek Monolingual
η (Μ ἀρχοντιά και -ία) άρχων
1. η αρχοντική συμπεριφορά («και τ' όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο το λέγα ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα»)
2. το να είναι κανείς άρχοντας, να έχει ευγενική καταγωγή ή να κατέχει κάποιο αξίωμα
3. τα πλούτη, η περιουσία
νεοελλ.
1. η αρχοντική εμφάνιση, η μεγαλοπρέπεια
2. (περιλπτ.) οι άρχοντες.