αργυρογνώμων

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀργυρογνώμων (-ονος) ο, η (Α)
αυτός που δοκιμάζει τον άργυρο και μπορεί να διακρίνει τα γνήσια νομίσματα από τα κίβδηλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + γνώμων < γιγνώσκω «γνωρίζω, διακρίνω»].