ἀστοργία

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A want of natural affection, Antipho Fr.73, Men.522, D.H.3.18.

German (Pape)

[Seite 376] ἡ, Lieblosigkeit, Men. Stob. 16, 10; Dion. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστοργία: ἦ, ἔλλειψις φυσικῆς στοργῆς, Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 5, Διον. Ἁλ. 3. 18.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de afecto, insensibilidad ἀστοργίαν ... καὶ σκληρότητα ... ἐμφανίζοντες Heraclid.Pont.163.25, ἀστοργίαν ἔχει τιν' ὁ σκληρὸς βίος Men.Fr.455, cf. Antipho Fr.73, D.H.3.18.

Greek Monolingual

η (AM ἀστοργία) άστοργος
η έλλειψη στοργής.