ἀσυμπάθητος

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[πᾰ], ον, = foreg.1, An.Ox.2.340.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπάθητος: -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616.

Spanish (DGE)

-ον que carece de compasión, cruel, An.Ox.2.340.

Greek Monolingual

και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ ἀσυμπάθητος, -ον) συμπαθώ
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος
1