Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
-η, -ο (AM ἀνελέητος, -ον)
ο χωρίς έλεος, ανηλεής, σκληρός
νεοελλ.
αυτός που δεν βρίσκει έλεος, επιείκεια, βοήθεια, ελεημοσύνη.