ασυμφιλίωτος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν συμφιλιώθηκε με κάποιον
2. απρόθυμος για συμφιλίωση, αδιάλλακτος
3. (για πράγματα ή καταστάσεις) εντελώς διαφορετικός και ασυμβίβαστος («ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, απόψεις»).
-η, -ο
1. αυτός που δεν συμφιλιώθηκε με κάποιον
2. απρόθυμος για συμφιλίωση, αδιάλλακτος
3. (για πράγματα ή καταστάσεις) εντελώς διαφορετικός και ασυμβίβαστος («ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, απόψεις»).