ἀσύζευκτος
English (LSJ)
ον,
A not paired, Suid. s.v. ἀσυνδύαστος. Adv. -τως AB456.
German (Pape)
[Seite 379] nicht zusammenzujochen, unvereinbar, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύζευκτος: -ον, ἀσυνδύαστος, ἀσύμπλοκος, Σουΐδ. - Ἐπίρρ. ἀσυζεύκτως = ἀσυνδυάστως, ἀσυμπλόκως, Α. Β. 456.
Spanish (DGE)
-ον
1 no emparejado Sud.s.u. ἀσυνδύαστος.
2 adv. -ως sin emparejar, AB 456.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσύζευκτος, -ον)
συζεύγνυμι, -ύω]
αζευγάρωτος
νεοελλ.
1. άγαμος
2. αταίριαστος.