αταίριαστος

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source

Greek Monolingual

και αταίριαχτος, -η, -ο
1. αυτός που δεν ταιριάζει, που δεν συμφωνεί ή δεν εναρμονίζεται με κάποιον
2. ανάρμοστος, ανοίκειος, απρεπής
3. αυτός που δεν είναι ταίρι άλλου, παράταιρος
4. ανόμοιος προς τους άλλους, ιδιόρρυθμος
5. εκείνος που δεν έχει τον όμοιό του, ασύγκριτος.