αταίριαστος
From LSJ
Greek Monolingual
και αταίριαχτος, -η, -ο
1. αυτός που δεν ταιριάζει, που δεν συμφωνεί ή δεν εναρμονίζεται με κάποιον
2. ανάρμοστος, ανοίκειος, απρεπής
3. αυτός που δεν είναι ταίρι άλλου, παράταιρος
4. ανόμοιος προς τους άλλους, ιδιόρρυθμος
5. εκείνος που δεν έχει τον όμοιό του, ασύγκριτος.