αζευγάρωτος

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

-η, -ο ζευγαρώνω
1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος
2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος
3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος.