αζευγάρωτος
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
Greek Monolingual
-η, -ο ζευγαρώνω
1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος
2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος
3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος.