ἀσύμπλοκος
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ἀσύμπλοκον, unconnected, absolute, Ph.2.19. Adv. ἀσυμπλόκως AB 456.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no implicado en o unido a c. dat. τὴν καθαρὰν νομοθεσίαν τὴν ἀ. τῷ κακῷ Ptol.Gnost.Ep.5.1, c. gen. ἀ. τῆς σαρκός Meth.Res.3.5, τὸ δὲ θεῖον παθῶν ἀσύμπλοκον Meth.Smp.8.16, del Verbo preencarnado ἀ. τῆς τοῦ δούλου μορφῆς Cyr.Al.M.73.305B, de Cristo resucitado ἀσύμπλοκος τοῦ ληφθέντος ναοῦ Cyr.Al.M.74.704C.
2 inconexo ἰδέα Ph.2.19
•gram. del discurso no ligado por conjunciones <ἀσύμ>πλοκα ἐκπίπτει ... τὰ λεγόμενα Longin.19.1.
3 no compuesto, simple, absoluto de Dios, Epiph.Const.Haer.6.7
•de la esencia divina, Cyr.Al.M.75.73C.
II adv. -ως sin entremezclar ἀ. τὰ πάντα ἐπιπορευομένην Eus.PE 3.6.6, cf. AB 456.
German (Pape)
[Seite 380] = ἀσύμπλεκτος, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμπλοκος: -ον, μὴ συμπεπλεγμένος, μὴ συνημμένος, μὴ συνδεδεμένος μετά τινος, ἀπόλυτος, ἀσύμπλοκος καὶ ἀμιγὴς ἰδέα Φίλων 2. 19. - Ἐπίρρ. ἀσυμπλόκως, ἀσυνδυάστως, Α. Β. 456. 13.
Greek Monolingual
ἀσύμπλοκος, -ον (AM) συμπλέκω
1. αυτός που δεν μπορεί να συνδυαστεί με κάτι άλλο, ο απόλυτος
2. εκείνος που δεν έχει καμιά σχέση με κάτι άλλο.