αυξητικός

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐξητικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση
αρχ.-μσν.
αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει
αρχ.
1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο
2. παραγωγικός.