-ή, -ό (AM αὐξητικός, -ή, -όν)αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκτασηαρχ.-μσν.αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνειαρχ.1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο2. παραγωγικός.