αὐξητικός
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
αὐξητική, αὐξητικόν,
A growing, of growth, ἡ αὐ. ζωή Arist.EN1098a1; ψυχή Id.Juv.469a26; αὐ. εἰς μῆκος Thphr. HP1.9.1. Adv. αὐξητικῶς, κινεῖσθαι Ph.1.492.
II Act., promoting growth, c. gen., σπληνός Hp.Acut.62; μεγέθους S.E.M.3.24: abs., τροφή Arist.GA745a3; αὐξητικόν, τό, Id.Cael.310a29.
2 metaph., amplificatory, in Rhet., Id.Rh.1368a10, Longin.11.2, etc. Adv. αὐξητικῶς Id.38.2, Sch.Il.Oxy.221 ix 31.
III productive, Aq.Is.32.12.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I que crece, capaz de desarrollarse ζωή Arist.EN 1098a1, de ciertos árboles como la palmera ἔστι ... εἰς μῆκος αὐξητικά aumentan en altura Thphr.HP 1.9.1.
II 1que hace crecer, que favorece el crecimiento τροφή Arist.GA 745a3, Gal.18(1).180, ψυχὴ αὐ. op. αἰσθητική y θρεπτική Arist.Iuu.469a26
•c. gen. obj., del agua αὐ. σπληνός Hp.Acut.62, Ἑρμῆς οὐ πολέμου αὐ. ἀλλ' εἰρήνης Duris 30, ὅ ἐστι μεγέθους αὐξητικόν lo que hace crecer una magnitud S.E.M.3.24.
2 productivo, fructífero ἄμπελος Aq.Is.32.12.
3 ret. que amplifica λόγος αὐ. Aphth.Prog.7 (p.16)
•οἱ αὐξητικοί medios de amplificación Arist.Rh.1368a10, Longin.11.2.
III adv. -ῶς
1 aumentando, creciendo κινεῖσθαι Ph.1.492.
2 ret. de forma amplificada διὰ τὴν τοῦ πάντα αὐ. ἐθέλειν λέγειν φιλοτιμίαν Longin.38.2, αὐ. οὖν εἴρηκεν ὁ ποταμός Sch.Er.Il.21.229-32 (p.99).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 apte à s'accroître, à se développer;
2 propre à l'amplification.
Étymologie: αὐξάνω.
German (Pape)
1 wachsend, Theophr.
2 vermehrend, vergrößernd, Dion.Hal.; δύναμις, gut zum Vergrößern, Arist. Nicom. 1.7.12.
Russian (Dvoretsky)
αὐξητικός:
1 способный расти, растущий, развивающийся (ζωή Arst.);
2 способствующий росту (τροφή Arst.);
3 рит. расширительный, увеличительный (τῶν αὐξητικῶν πολλοῖς χρῆσθαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐξητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ αὐξάνῃ, νὰ μεγαλώνῃ, ἀφοριστέον ἄρα τήν τε θρεπτικὴν καὶ τὴν αὐξητικὴν ζωὴν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12· εἰς μῆκος αὐξητικά, τὰ αὐξάνοντα εἰς μῆκος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 9, 1: ― Ἐπίρρ. -κῶς Φίλων 1. 492. ΙΙ. ἐνερ. ὁ συντελῶν εἰς τὴν αὔξησιν, τινος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. 2) μεταφ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ὁ μεγεθύνων, ὁ μεγαλύνων, χρηστέον δὲ καὶ τῶν αὐξητικῶν πολλοῖς Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38· ― Ἐπίρρ. -κῶς Λογγῖν. 38. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM αὐξητικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση
αρχ.-μσν.
αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει
αρχ.
1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο
2. παραγωγικός.
Translations
fruitful
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний