αχάρακτος

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αχάραχτος και αχάραγος, -η, -ο (AM ἀχάρακτος, -ον)
1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί
2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του
3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει ακόμηἀχάρακτος ἀστήρ», «αχάραγη μέρα»)
αρχ.
1. (για πλοίο) χωρίς ζωγραφισμένες ή γλυπτές μορφές στην πλώρη
2. άτρωτος από σίδερο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) αχάραγα
πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.