βαλίτσα
Greek Monolingual
και -τζα, η
1. ταξιδιωτικός σάκκος, παραλληλεπίπεδου σχήματος, ο οποίος αποτελείται από δύο μισά που συνδέονται με στρόφιγγες και χρησιμεύει στη μεταφορά προσωπικών ειδών
2. φρ. «διπλωματική βαλίτσα» — ο διπλωματικός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. valigia].