διπλωματικός

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διπλωματία ή στους διπλωμάτες («διπλωματικές σχέσεις», «διπλωματική ασυλία», «διπλωματικό σώμα»)
2. αυτός που ενεργεί με πονηριά ή επιδεξιότητα, πανούργος, ανειλικρινής
3. φρ. «διπλωματική έκδοση (παπύρων και χειρογράφων)» — πανομοιότυπη έκδοση κειμένου που έχει γραφεί σε πάπυρο ή μεσαιωνικό χειρόγραφο με τη χρησιμοποίηση διεθνώς καθιερωμένων παλαιογραφικών συμβόλων
4. το θηλ. ως ουσ. η διπλωματική
κλάδος της παλαιογραφίας που ασχολείται με την ανάγνωση, μελέτη και ερμηνεία εγγράφων (και όχι λογοτεχνικών ή επιστημονικών κειμένων) που έχουν διασωθεί σε παπύρους και χειρόγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diplomatique. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφυτο Δούκα].