αχαΐρευτος

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο χαΐρι
1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος
2. ο άτυχος, ο κακότυχος
3. δύστροπος, κακός
4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος
5. το ουδ. ως ουσ. (ευφημ.) το αχαΐρευτο
το γεννητικό όργανο.