-η, -ο χαΐρι1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος2. ο άτυχος, ο κακότυχος3. δύστροπος, κακός4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος5. το ουδ. ως ουσ. (ευφημ.) το αχαΐρευτοτο γεννητικό όργανο.