χαΐρι

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

το, Ν
1. προκοπή, ευδοκίμηση («δεν θα κάνει χαΐρι αυτό το παιδί»)
2. νοικοκυροσύνη
3. φρ. «χαΐρι και προκοπή να μη δεις»
(ως κατάρα) να δυστυχήσεις στη ζωή σου
4. παροιμ. «στραβά πας, κάβουρα, μα δες και το χαΐρι σου» — δηλώνει ότι οι στρεψόδικοι δεν πετυχαίνουν αυτά που θέλουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hayir].