βαρυκάρδιος

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον,

   A heavy, slow of heart, LXXPs.4.2.

German (Pape)

[Seite 434] schweren, verstockten Herzens, LXX.; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠκάρδιος: -ον, βαρύς, ἀναίσθητος τὴν καρδίαν, ὀκνηρός, Ἑβδ. (Ψαλμ. δ΄, 3), Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠκάρδιος) -ον
duro de corazón, obstinado υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; LXX Ps.4.3, ἄνθρωπος A.Petr.et Andr.18, ἡ β. ἡμῶν γενεά Gr.Nyss.Ep.3.7, β. ... ἐσμός ... βαρυζήλων Φαρισαίων Nonn.Par.Eu.Io.4.1, κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.17.23, βαρυκαρδίους τοὺς ἀπίστους ... ὠνόμασεν Thdt.M.80.892A, Hsch.
neutr. subst. obstinación de los judíos al rechazar a Cristo, Didym.M.39.1165D.

Greek Monolingual

βαρυκάρδιος, -ον (AM)
βαρύς, νωθρός στην καρδιά, αναίσθητος.