βαυκάλημα

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lullaby, Socr.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 439] τό, das Wiegenlied, Ep. Socr. 27.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
arrullo ἐτιθηνήθην γὰρ ἐκ νέου ἔτι πάλαι Σωκρατικοῖς ὡς ἄν τις εἴποι βαυκαλήμασιν Socr.Ep.25.2.

Greek Monolingual

το (AM βαυκάλημα) βαυκαλώ
τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα
νεοελλ.
1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση
2. αβάσιμη ελπίδα.