ο και βουζούνα, η και βουζούνι, τοσπυρί με πύο, δοθιήν, καλόγερος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. βυζούνι < βυζούνι < βύζα, μεγεθ. του ουσ. βυζί. Ο τ. βούζουνας μεγεθ. του ουσ. βουζούνι].