βροχοσκοπία
Greek Monolingual
και βροχοσκόπηση, η
η καταμέτρηση του ποσού της βροχής σε μια περιοχή, καθώς και οι υπόλοιπες μετεωρολογικές παρατηρήσεις που είναι συναφείς προς αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. βροχοσκοπία < βροχή + -σκοπία < -σκοπος < σκοπός
βροχοσκόπηση < βροχή + -σκόπηση < σκοπώ].